Στιχοι του πρωτοτυπου ποιηματος απο την ποιητικη συλλογη “Μαραμπου“ του Ν.Καββαδια
“Γραμμα στον ποιητη Καισαρ Εμμανουηλ“
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ Σκεφτήτε Εγώ.
Ένα καράβι Να σας πάρει, Καίσαρ Να μας πάρει
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά